Ο Άγιος Σπυρίδωνας κατά τον επίγειο του βίο ήδη, θαυματουργεί μεγαλειωδώς στην Κύπρο και όχι μόνο.
Παρακάτω αναγράφονται μόνο μερικάαπό τα θαύματά του:
Σε μεγάλη ανομβρία που έπεσε στο νησί, όλοι έστρεψαν τα βλέμματά τους προς τον Άγιο Σπυρίδωνα, γιατί πίστευαν πως ο Θεός θα τον άκουε.
Κι άρχισε τότε με τις προσευχές του μια βροχή που τελειωμό δεν είχε.
Κι όταν ένας φτωχός σε περίπτωση πείνας μεγάλης πήγε κοντά του και του παραπονέθηκε κλαίοντας πως ο πλούσιος Τρεμετουσιώτης έμπορος με γεμάτες τις αποθήκες του αρνείται να τον δανείσει λίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένειά του, ώσπου νάρθει το καλοκαίρι, οπότε θα του πλήρωνε το δάνειο με τον τόκο του, ο άγιος Σπυρίδωνας τον συμβούλεψε να μην απελπίζεται, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος και θα βρει τρόπο να τον βοηθήσει. Την επόμενη μέρα ένας τρομερός κατακλυσμός γκρέμισε τις αποθήκες του σκληρού εκείνου τοκογλύφου και όλοι οι φτωχοί της Τρεμιθούντας μάζεψαν μπόλικο σιτάρι για να θρέψουν τα παιδιά τους στην μεγάλη εκείνη περίοδο της πείνας. Με όλη τη θεϊκή τιμωρία που έπαθε ο τοκογλύφος εκείνος της Τρεμιθούντας, δεν άλλαξε καρδιά και τακτική. Εξακολούθησε νάναι σκληρός προς τους φτωχούς συμπολίτες του και σε μια άλλη περίπτωση πείνας αρνήθηκε να δώσει σε ένα φτωχό σιτάρι για την οικογένειά του, επιμένοντας να του δώσει ενέχυρο για ασφάλεια. Ο φτωχός έτρεξε στον εύσπλαχνο επίσκοπο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο επίσκοπος όμως, φτωχός σαν κι εκείνο, δεν είχε τίποτε να του δώσει εκτός από λόγους παρηγοριάς και υπομονής. Ο φτωχός γύρισε στο σπίτι του με αδειανά χέρια, αλλά γεμάτος με πίστη στη βοήθεια του Θεού. Σε λίγο μπαίνει στο σπίτι του ο άγιος Σπυρίδωνας και του δίνει ένα ολόχρυσο φίδι, προσθέτοντας πως το δανείστηκε από κάποιο φίλο του, μόνο και μόνο για να τον βοηθήσει να δανειστεί όσο σιτάρι χρειαζόταν για την οικογένειά του.
Ο φτωχός παρουσιάστηκε στον τοκογλύφο, έβαλε ενέχυρο το ολόχρυσο φίδι και πήρε όσο σιτάρι χρειαζόταν. Η σοδειά εκείνη τη χρονιά ήταν εξαιρετικά μεγάλη, κι ο φτωχός μπόρεσε να ετοιμάσει το σιτάρι που δανείστηκε και τον τόκο του. Το παράδωσε στον τοκογλύφο, που λογάριαζε να του μείνει ο θησαυρός, γιατί δε φαντάστηκε ποτέ πως μπορούσε ο φτωχός εκείνος να σοδιάσει τόσο σιτάρι, και παράλαβε το ενέχυρό του. Πήγε αμέσως στον άγιος Σπυρίδωνα και του το παράδωσε. Ο άγιος όμως του είπε να πάνε μαζί να το παραδώσουν εκεί από όπου το δανείστηκε. Πήγαν. Στη μέση του δρόμου πρόσταξε ο άγιος τον φτωχό να βάλει το χρυσαφένιο φίδι. Εκτελεί το θέλημά του και έκπληκτος ο φτωχός βλέπει το φίδι να γίνεται αληθινό, να ζωντανεύει και να κρύβεται σε παρακείμενο θάμνο, ενώ με τη ματιά του είδε που ο άγιος Σπυρίδωνας είχε σηκωμένα τα χέρια και τα μάτια του στον ουρανό. Η ιστορία αυτή συγκίνησε βαθιά όλους τους χριστιανούς της Τρεμιθούντας, μα δεν επρόκειτο να σταματήσει ως εδώ η συγκίνησή τους.
Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στα 325 μ.Χ στη Νίκαια, ο ταπεινός και ολιγογράμματος επίσκοπος, ανάγκασε ένα φοβερό συζητητή Αρειανό να παραδεχτεί πως είναι λαθεμένα εκείνα που διδάσκει με ένα κεραμίδι το οποίο έσφιξε στο χέρι του για να βγει από αυτό νερό, χώμα και φωτιά, αποδεικνύοντας με αυτόν τον θαυματουργικό τρόπο το ομοούσιον και αχώριστον της Αγίας Τριάδος.
Μόλις ο 'Αγιος γύρισε από τη Νίκαια, πήγε στον τάφο της κόρης του Ειρήνης, που πέθανε όταν έλειπε, και τη ρώτησε πού φύλαξε το χρυσαφένιο στολίδι μιας γυναίκας η οποία το ζητούσε τώρα από τον άγιο. Η κόρη του, τού απάντησε από τον τάφο της και σαν γύρισε σπίτι, βρήκε το κόσμημα στη θέση που του είπε, και το παρέδωσε στη γυναίκα.
Το ίδιο επανέλαβε σε λίγες μέρες, που ένας έμπορος ήρθε από το ταξίδι του στο εξωτερικό, και ζήτησε από τον άγιο Σπυρίδωνα το χρυσαφένιο στολίδι που έδωσε στην κόρη του να φυλάξει, ώσπου να γυρίσει από το ταξίδι.
'Ενα βράδυ που λειτουργούσε ο 'Αγιος στον ναό της Τρεμιθούντας, και δεν πήγε κανένας χριστιανός στη λειτουργία εκείνο το βράδυ, έψαλλαν μαζί του άγγελοι κι ακούονταν οι ψαλμωδίες των σε μεγάλη απόσταση έξω από το ναό.
Κι ένα βράδυ που βρισκόταν ο επίσκοπος στο ναό για την ακολουθία του λεγομένου Λυχνικού, το οποίο γινόταν πάντα με το άναμμα των λύχνων, έλειψε το λάδι από το ελαιοδοχείο κι ο άγιος με την προσευχή του το έκανε να ξαναγεμίσει όπως γέμισε το ελαιοδοχείο της χήρας ο προφήτης Ηλίας.
Μια άλλη φορά, εκεί κατά τα μεσάνυχτα, δυο κλέφτες κατέβηκαν στο μαντρί του με σκοπό να κλέψουν γίδια. Διάλεξαν λοιπόν τα πιο παχιά γίδια, τα έδεσαν, και προχώρησαν κατά την έξοδο. Δεν μπορούσαν όμως με κανένα τρόπο να βγουν από το μαντρί. Όλη τη νύχτα παιδεύονταν χωρίς να μπορέσουν να βρούνε την πόρτα.
Κατά τα χαράματα ο άγιος Σπυρίδωνας ξύπνησε, πήρε την αγκλίτσα του και προχώρησε στο μαντρί. Ήταν η ώρα που έπρεπε να οδηγήσει το κοπάδι στη βοσκή. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Στην άλλη πλευρά του μαντριού του βλέπει δυο ανθρώπους νάχουν δεμένα από δυο γίδια, και να προχωρούν κατά τον τοίχο. Σταματά εκεί και τους παρακολουθεί. Τους βλέπει να γυρίζουν πίσω και να ξαναπροχωρούν στην έξοδο που δεν τη βρίσκουν. Κάνοντας αδιάκοπα δοκιμές για να βρούνε την έξοδο, φτάνουν και στο μέρος που στεκόταν ο άγιος. Πηγαίνουν κοντά του χωρίς να το δουν, γιατί ήσαν θαμπωμένα τα μάτια τους και δεν έβλεπαν καθαρά. Ο άγιος τους φώναξε τότε και τους ρώτησε τι θέλουν. Οι κλέφτες, που κατάλαβαν αμέσως πως τους μιλά ο άγιος, είπαν την αλήθεια. Είπαν πως μπήκαν στο μαντρί με σκοπό να κλέψουν μερικά γίδια, μα δεν τα κατάφεραν να βρούνε την πόρτα, αν και βασανίστηκαν όλη τη νύχτα. Αμέσως γιατρεύτηκαν τα μάτια τους, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά. Παρακάλεσαν τότε τον άγιο να τους συγχωρέσει και να μη τους παραδώσει στη δικαιοσύνη. Ο άγιος Σπυρίδωνας τους είπε πως οι κακές πράξεις πάντοτε τιμωρούνται, και στον κόσμο δεν υπάρχει άνθρωπος, που έκανε κακή πράξη χωρίς να τιμωρηθεί. Τα βάσανα που υπέφεραν όλο το βράδυ, χωρίς να μπορέσουν να βγούνε από το μαντρί, ήταν γι' αυτούς αρκετή τιμωρία. Πρόσθεσε ακόμα πως τους συγχωρά για την κακή τους πράξη, αλλά με τη συμφωνία να μην το ξανακάνουν. Εκείνοι, με δάκρυα στα μάτια, υποσχέθηκαν να μην ξανακάνουν τέτοια πράξη, κι ο άγιος Σπυρίδωνας τους χάρισε τα γίδια για την υπόσχεση που του έδωκαν.
Νέαρχος Κληρίδης, «Ο Άγιος Σπυρίδωνας και τα έργα του».