Εικοσιεννέα Μαϊου. Μνήμη της άλωσης της Πόλης και ο νους ρωτά και απορεί. Πάντα απορούσα τί ήταν αυτό που έκανε την άλωση αυτή φοβερή και τις συνέπειες της θλιβερές για ολη την ανθρωπότητα. Τί χάθηκε με την πτώση αυτή; Χάθηκαν μονάχα χώματα, ισχύς πλούτος κτίσματα ή μήπως κάτι λιγότερο χειροπιαστό αλλά περισσότερο ουσιαστικό; Χάθηκε μήπως ένας πολιτισμός, ένας ολόκληρος τρόπος να πλάθει κανείς την ύλη και να ανασυστήνει τον κόσμο, να τον ξανακαινουργιώνει ζυμωμένο με το όραμα μιας ζωής κοινωνίας;
Απορούσα μέχρι που επισκέφτηκα την Πόλη και μπήκα στην Αγία Σοφιά. Τότε θαρρώ πως κατάλαβα. Θαρρώ…
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Δειλά δειλά εισήλθαμε. Κόσμος πολύς, διάφορος. Φωτογραφίες μουρμουρητά, η επαγγελματική φλυαρία των τσιτσερόνι. Κι ένας κόσμος να προβάλλει έξαφνα από εκεί που δεν το προσμένεις. Φως μέγα κι όλα να γίνονται ένα όλον.
Εισήλθαμε και αφεθήκαμε με τες αισθήσεις και με το νου να ζήσουμε το θαύμα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής, τον επίγειο ουρανό, την Αγιά Σοφιά. Δύσκολο να καταγράψεις επακριβώς. Ίσως και άχρηστο, ισως κι επικίνδυνο. Εξάλλου προς τι; Αυτό που μετρά είναι η αίσθηση που κουβαλάς με την είσοδο και την διαμονή στο “Θαβώρ” αυτό της χριστιανικής αρχιτεκτονικής της περιόδου του Ιουστινιανού που οριοθέτησε μια για πάντα το τι ζητάει ο αρχιτέκτονας, ο μάστορας της πέτρας και των κεράμων όταν χτίζει έναν ναό, όταν δομεί μια εκκλησιά. Μετά την Αγιά Σοφιά ποτέ ξανά κανείς δεν σκέφτηκε να κάνει κάτι λιγότερο ή και περισσότερο. Το κτίσμα αυτό έγινε μέτρο όχι διότι είναι τέλειο αλλά γιατί είναι άριστο. Και επειδή “μέτρον άριστον” γι’ αυτό και η Αγιά Σοφία έγινε σημείο αναφοράς και κριτήριο για τον χριστιανικό ναό.
Η πρώτη εμπειρία που η διψασμένη αίσθηση δέχεται είναι η κατάργηση της βεβαιότητας με τη ρευστότητα να κυριαρχεί παντού. Όλα είναι κινούμενα εδώ μέσα σε αντίθεση με τη βαριά και στατική κατασκευή του εξωτερικού του κτίσματος. Όλα μοιάζουν να κινούνται. Η καμπύλη νικά ελαφρά την ευθεία και κυριαρχεί στον χώρο δημιουργώντας μια δίνη που ζητά, και επιτυγχάνει τελικώς, να ενώσει τα πάντα. Να φέρει σε θαυμαστή αλληλοπεριχώρηση και ενότητα το ημισφαίριο του τρούλου και το στιβαρό τετράγωνο του κυρίως ναού. Η δίνη αυτή περιστρέφει τις φόρμες που χάνουν την στατικότητα και την μονοσήμαντη αναφορά τους σε κάποιο σημείο και γίνονται πολυαναφορικές. Όλα κινούνται και αναφέρονται ταυτόχρονα παντού. Όλα είναι τα πάντα τοις πάσι. Και το άκτιστο του τρούλου ενώνεται θαυμαστά, ανεξήγητα για τα μάτια του αμύητου, με το στατικό βαρύ του κτιστού, της γης. Αυτή η αλληλοπεριχώρηση που δεν καταλήγει στην κατάργηση της ιδιαιτερότητας των επιμέρους είναι ένα επίτευγμα μοναδικό αν αναλογιστεί κανείς και τις διαστάσεις του κτίσματος. Όλος αυτός ο γιγάντιος κόσμος με την περιδίνηση και τη ρυθμική του αγωγή ενώνει τα μέρη του και έτσι ελαφραίνει και γίνεται μέσα στην αέναη κινούμενη σταθερότητα του, μέσα στην αέναη ακίνητη κινητικότητα του φως. Το φως αυτό βασιλεύει στον ειρηνικά μεγαλόπρεπο χωρόχρονο.
Το φως που εισέρχεται ήσυχα από την οροφή από το στεφάνι των παραθύρων του τρούλου και δοξάζει το κτίσμα, δοξάζει τη ύλη και φέρνει τον Ουρανό στη γη. Γιατί ετούτο, θαρρώ, είναι το επίτευγμα το μοναδικό και μέγα. Με τη σοφή διαχείριση του Ανθεμίου και του Ισίδωρου, ο ναός της Αγιά Σοφιάς δεν δείχνει στον προσκυνητή -γιατί μόνον ως προσκυνητής μπορεί κανείς να εισέλθει στο κτίσμα αυτό ακόμη κι άθεος να ’ναι- πως η ύλη απογειώνεται, αλλά πώς ο ουρανός γειώνεται για να απογειώσει την ύλη με τη σειρά του. Η κίνηση δηλαδή δεν είναι μονής αλλά διπλής κατεύθυνσης και είναι αυτό που κάνει το ναό ετούτο αληθινά χριστιανικό κι ορθόδοξο. Γιατί αν με την αρχιτεκτονική εκφραζόταν μονάχα η απογείωση της ύλης, τότε το κτίσμα θα ήταν ένας ύμνος στην έκσταση και στο ασώματο πνεύμα· θα ήταν ένα κάλεσμα για να καταργηθεί η ύλη και να εκστασιαστεί ο άνθρωπος προς τον χώρο του πνεύματος που θα λογιζόταν ως το αντίθετο της ύλης.
Όμως η Αγιά-Σοφιά διακηρύσσει κάτι πιο μεγάλο και σπουδαίο. Πως ο Ουρανός, δηλαδή, το άκτιστο, ο Λόγος του Θεού, κατέρχεται ήσυχα ειρηνικά σεμνά και ανέρχεται πάλι παίρνοντας μαζί του για πάντα το κτιστό, το γήινο, το ανθρώπινο.
Ο Ανθέμιος κι ο Ισίδωρος δεν ήταν κάποιοι «μάγοι» που έτσι ξαφνικά σε μια νύχτα σκέφτηκαν το επίτευγμα αυτό και το πραγματοποίησαν εκ του μη όντος. Ήταν φορείς του ελληνικού πολιτισμού,, που είχε αιώνες ασκηθεί στην απόπειρα να σμίγει τα διεστώτα και να επιχειρεί να φτιάξει έργα που να έχουν αναλογία στην αληθινή της φύσης ουσία. Έργα που φέρουν πάνω τους, μέσα στη δομή τους, τη ρευστότητα του κόσμου και τη σταθερότητα της αιωνιότητάς του.
Κι αυτό με το ρυθμό το επιχείρησαν οι αρχαίοι και το πέτυχαν, αναγνωρίζοντας πως κάθε έργο πρέπει να φέρνει πάνω του τα χαρακτηριστικά της συνθετότητας, της κίνησης και της σταθερότητας. Έτσι και οι σπουδαίοι αυτοί αρχιτέκτονες κατάφεραν αυτήν την παράδοση να συνεχίσουν και να την κάνουν χριστιανικό ναό και κατόρθωσαν να εικονίσουν με τον τρόπο αυτό το πώς της ασύγχυτης και άτρεπτης και αδιαίρετης ένωσης του Κτιστού με το άκτιστο και πώς το κτιστό προσλήφθηκε στο άκτιστο και απαθανατίστηκε προς τη μεριά του φωτός αναλαμβανόμενο.
Όταν παρατηρεί κανείς από μέσα την Αγιά-Σοφιά βλέπει τον τρούλο να κατέρχεται μέσα από ένα σύστημα τόξων και αψίδων μέχρι το έδαφος. Το άκτιστο φτάνει μέχρι κατωτάτων της γης. Και ύστερα ανεβαίνει πάλι μέσα από το φως που πλημμυρίζει το χώρο και ενεργοποιεί τα πάντα και κάνει τα πάντα φως. Κι αυτό το πετυχαίνει και με τις φόρμες τις αρχιτεκτονικές αλλά και μέσα από το σύστημα της ορθομαρμάρωσης που είναι περίτεχνα δομημένο σαν ένα ρίγος που διαπερνά τους τοίχους και δίνει ενέργεια παντού, σε κάθε σημείο.
Τα μάρμαρα δεν είναι διακόσμηση εδώ. Είναι δομή χρωματική που κι ο ίδιος ο Παύλος Σεζάν θα ζήλευε. Αντίστιξη θερμών και ψυχρών χρωμάτων, αντίστιξη σταθερών και κινούμενων επιφανειών. Τα νεύρα των μαρμάρων γίνονται χέρια που κυματίζουν και ανυψώνονται και ικετεύουν και χειροκροτούν και εκλιπαρούν και δοξάζουν και ενώνουν. Προπάντων ενώνουν τα διεστώτα στοιχεία του κόσμου τούτου, έτσι ώστε τίποτα από όσα είναι μέσα στην Εκκλησία να μην μένει απέξω, να μην στερηθεί την παραδείσια πανήγυρη της Βασιλείας του Θεού, τη λαμπρότητα της Αγιά-Σοφιάς.
ΤΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ
Το επίτευγμα μέγα. Το επίτευγμα πιο μεγάλο γιατί έλλογο και για τούτο είναι μάθημα και παράδειγμα εξαιρετικό. Δεν είναι επίτευγμα της στιγμής ατομικό κάτι σαν ένα εξαίσιο λυρικό παραμιλητό. Δεν είναι απλά μια κραυγή, μια άλογη εκστατική γλωσσολαλιά. Είναι λόγος για το πώς ο Λόγος έγινε άνθρωπος.
Η Αγια-Σοφιά είναι φιλοσοφία και θεολογία, λέει με τη γλώσσα της πέτρας πώς προσελήφθη και σώθηκε ο άνθρωπος, λέει με τα "χέρια" των μαρμάρων πώς το μέγα ζητούμενο, αυτό που μπορεί να σώσει τον κόσμο, δεν είναι κάποια αφηρημένη, ρομαντική ωραιότητα, κάποια ατομική ευτυχία, μια καλοπέραση, το όνειρο της καλοζωίας, αλλά η των πάντων ενότης. Αυτό είναι που διακηρύσσει η Αγιἀ-Σοφιά και για τούτο είναι μεγαλείο και θαύμα και λόγος για το Θεό, δηλαδή θεολογία, δηλαδή πλήρης ανθρωπολογία που μέσω των αισθήσεων μιλά και στο νου, στην καρδιά και στο σώμα.