Μενού
"Κάποτε-κάποτε κι οι καημοί μερεύουν...."
 Θυμάμαι εκείνα τα μεσημέρια του καλοκαιριού που ήμουν στο χωριό κι άκουγα τα τζιτζίκια να ξελαρυγγιαζονται, όπως και τώρα, με μεγάλη επιμονή. Εγώ τότε, ήθελα να βγω έξω, να γυρίσω σε όλα τα χωράφια που είχαν δέντρα, να σκαρφαλώσω πάνω τους και να πιάσω πολλά τζιτζίκια με την απόχη, που είχα φέρει από τη θάλασσα. Να τα μερώσω, να τα κάνω κατοικίδια και στο τέλος του Αυγούστου που θα έφευγα από το χωριό, να τα πάρω μαζί μου στην Αθήνα για παρηγοριά. Μεγάλο καημό το είχα, κάποτε να τα πάρω στην πόλη και όλο το χειμώνα να μιλάω μαζί τους για το καλοκαίρι που πέρασε και γι αυτό που θα έρθει ξανά. Κι έτσι σκεφτόμουν πως δε θα λυπόμουν που θα έφευγα από το χωριό και που θα τελείωνε το καλοκαίρι γιατί θα μου το θύμιζαν τα τζιτζίκια με το τραγούδι τους, όλο το χειμώνα. Έτσι νόμιζε το μικρό μου μυαλουδάκι. Με άκουγε η γιαγιά μου η Μαριγούλα να της λέω τον καημό μου και να τις αραδιάζω τις τρέλες μου για τα τζιτζίκια και μου έλεγε:

-'Ελα παιδάκι μου να κοιμηθείς μια στάλα και πας αύριο το μεσημέρι για τζιτζίκια. 'Ελα μου, κι εγώ το απόγευμα θα σε τρατάρω υποβρύχιο με κρύο-κρύο νεράκι.

Η βανίλια, το υποβρύχιο, ήταν το καλό της το γλυκάκι, γιατί το λουκούμι το νόμιζε για παρακατιανό. Μόλις άκουγα κι εγώ πως η γιαγιά θα με κεράσει το καλό της το γλυκό, άφηνα κάτω την απόχη, έπεφτα στο κρεβάτι και σφαλνούσα τα βλέφαρα, άλλοτε αλήθεια κι άλλοτε στα ψέματα, μέχρι που να ακούσω ξανά τα βήματά της στο ξύλινο πάτωμα, σημάδι πως αυτή η βαρετή ώρα της μεσημεριανής ξεκούρασης, έχει περάσει.

Σηκωνόμουν τότε, την έπαιρνα από πίσω και περίμενα να δω αν θα κρατήσει την υπόσχεσή της. Την έβλεπα να ανοίγει εκείνο το ντουλάπι που ήταν χτισμένο μέσα στον τοίχο κι είχε λαδιά ξύλινα πορτάκια και να βγάζει από εκεί το βάζο με τη βανίλια, που την έφτιαχνε μόνος του, με νερό και ζάχαρη και άρωμα, ο θείος μου ο Βασίλης, που είχε καφενείο στον Κολονό. 'Εχωνε τότε μέσα στο βάζο η γιαγιά ένα κουταλάκι και το ξαναέβγαζε μισογεμάτο, για να  μην τελειώσει γρήγορα και να μας φτάσει όλο τον καιρό, όπως έλεγε. 'Υστερα βύθιζε το κουταλάκι, το μισογεμάτο, σε ένα ποτήρι που είχε γεμίσει από πριν με νερό παγωμένο, από την Κρύα Βρύση. Το ακουμπούσε στο τραπέζι και μου έλεγε γλυκά και ανακουφισμένη που δεν την ενόχλησα καθόλου σε κείνη την πολύτιμη μεσημεριάτικη ξεκούραση:

-'Ελα, καλώς το μου και καλό να ‘χεις. Πάρε να γλυκαθείς και να δροσιστείς!

Εμένα τότε, μου άρεσε πρώτα να θωρώ το θαμπωμένο ποτήρι από νερό που ήταν κρύσταλλο και ύστερα μου άρεσε ακόμα να θωρώ και τη βανίλια  και να την ορέγομαι, έτσι μεγάλη και τεράστια που φαινόταν, καθώς είχε βυθιστεί μέσα στο νερό κι ας ήταν το κουταλάκι μισογεμάτο. Έτσι ξεχνούσα τα τζιτζίκια, που ήθελα να τα πάρω μαζί μου στην Αθήνα, μέχρι την επομένη το μεσημέρι που θα με γοήτευε και πάλι η αμέριμνη ζωή τους και το φωνακλάδικο τραγούδι τους θα μου έπαιρνε τα μυαλά για να φουντώσει ξανά μέσα μου ο ίδιος καημός. 'Ωσπου, να έρθει πάλι η γιαγιά, να της πω πάλι για τον καημό μου, να τα πάρω στην Αθήνα κι εκείνη να μου τον μερώσει με την υπόσχεση για τη βανίλια το υποβρύχιο και το νερό της το δροσερό. 

 Τα χρόνια πέρασαν γοργά κι εγώ μεγαλώνοντας, σκέφτηκα κάποτε πως οι καημοί μπορεί να μην περνούν ποτέ, μα κάποτε-κάποτε μερώνουν, όπως μέρωνε κι η γιαγιά μου τον καημό των τζιτζικιών και του καλοκαιριού μέσα μου, με τη γλυκάδα της βανίλιας και τη δροσιά του νερού. Και τούτη η σκέψη μου άρεσε και την κράτησα για πάντα και μαζί της πορεύομαι. Και όταν έχω καημό για τούτο και για το άλλο, φέρνω στη μνήμη μου τις καλοσύνες που με αναθρέψαν και ευωδίασαν τη ζωή μου. Και άμα είναι και καλοκαίρι, όπως και τώρα, γεύομαι τη βανίλια το υποβρύχιο και δροσίζομαι με το νερό της το παγωμένο, έτσι για να γλυκαίνουν οι μέρες και να νοστιμίσουν οι στιγμές από τις ομορφιές που ευδόκησε ο Θεός να έχουμε, κάθε ώρα που στενάξαμε, γι αυτά που θελήσαμε και ποτέ δεν τα είχαμε.

Βανίλια με γεύση φυστίκι. Αδυναμία!