Μενού
Αυγουστιάτικες μοσκοβολιές

«Με το τέλος της Παράκλησης, η θεια-Μαργούλα πήρε να κατέβει το καλντερίμι.
Στάθηκε μια στιγμή στης Λούσας και κανόνισε το νερό του Πύργου για το αύριο που θα’ρχόταν.
Ήταν η σειρά της, βλέπεις, να ποτίσει με τ´αυλάκι. Κι αφού τα κανόνισε, την καληνύχτισε και συνέχισε τον κατήφορο.
-Καλό βράδυ, θεια-Μαργούλα!, της φώναξε η Χρυσούλα που ήταν χωμένη μέσα σε θεόρατες ορτανσίες.
-Καλό κι ευλογημένο, Χρυσούλα μου, γλυκομίλησε η θεια, χωρίς να σταθεί.
'Εφτασε σπίτι και αφού ξεκλείδωσε τη σιδερένια της αυλόπορτα,με τα μεγάλα αρχικά του ονόματος τ´αντρός της Κ.Τ. 
έτρεξε και γέμισε τα δυο τα τσίγκινα τα ποτιστήρια και βγήκε στο μικρό της μπαλκονάκι. Χαϊδολόγησε τους κατιφέδες της
κι ύστερα πέρασε το χεράκι της πάνω από τα βασιλικά και τσιμπολογώντας τα απαλά, έσκυψε κι έμοιασε σαν κάτι να τους ψιθύρισε.
'Ολοι είχαν να μιλούν για τούτο το μικρό το μπαλκονάκι, που ήταν πνιγμένο στα βασιλικά και τους κατιφέδες. Βασιλικά ίσα με μια αγκαλιά, άλλα πλατύφυλλα και άλλα σγουρά, άλλα ξανθά και άλλα μαύρα. Κι οι κατιφέδες στέκονταν από τη μια ψηλοί κι αγέρωχοι με μεγάλα κίτρινα και πορτοκαλί κεφάλια κι από την άλλη φουντωτοί και κεντημένα με άνθια, στα χρώματα του ήλιου και του καλοκαιριού. Κι όλα τους μοσχοβολούσανε όπως μοσχοβολούσε και η καρδιά της θειας, τα λόγια της , οι καλημέρες της και οι καληνύχτες της. Με μπουκέτα από ετούτες τις μοσκοβολιές που μέσα τους έκλειναν τις προσευχές της για τα παιδόγγονά της μα και για τον κόσμο όλο, στόλιζε κάθε βράδυ της εικόνα της Μεγάλης Παναγιάς.
 Ακούμπησε απαλά στα κάγκελα και κοίταξε τα βουνά γύρω τριγύρω που είχαν πάρει όλα τους να γίνονται ένα με το βαθύ γαλάζιο τ´ ουρανού. Θες να ´φταιγε ο ήλιος που είχε από πίσω τους κρυφτεί και δεν ξεχώριζε το ένα από το άλλο; Θες να'ταν το φως το ταπεινό του αποσπερίτη; Ποιος το ξέρει τι ήταν εκείνο που έκανε τη θεια τη Μαριγώ να ρεμβάζει «τα γαλάζια βουνά», όπως τα 'λεγε και να σιωπά και να ησυχάζει από τον κάματο της μέρας.
Το φεγγάρι που είχε αρχίσει να γεμίζει έκαμε την εμφάνισή του πάνω από το φαράγγι κι η παραπονεμένη φωνή του Γκιώνη αντήχησε στη ρεματιά.
Η θεια μπήκε στο σπίτι γέρνοντας τα ξύλινα παντζούρια και τότε ήταν που ο Αύγουστος βρήκε την ευκαιρία εκεί στο μισοσκόταδο κι έκοψε έναν μαύρο κατιφέ και τσιμπολόγησε έναν σγουρό βασιλικό.  Κι όταν τα μεσάνυχτα έγραφε στο ημερολόγιο του χρόνου και των μηνών, την πρώτη του μέρα, έκλεισε εκεί , στην πρώτη του σελίδα, που κάθε χρονιά μιλούσε για το μπαλκόνι της θειας Μαργώς, και τον βασιλικό και τον κατιφέ. Έτσι για να ευωδιάζει ο χρόνος ολόκληρος από τις αυγουστιάτικες μοσκοβολιές της Παναγιάς και της θειας Μαργούλας».
ΚΑΛΟΣ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΕΝΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΗΝΑΣ ΕΤΟΥΤΟΣ , ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ Ο ΜΗΝΑΣ!
Τ.Β.Μ.

ΥΓ  Η θεια Μαργούλα, ήταν η γιαγιά μου η Μαριγώ. Έτσι την προσφωνούσανε όλοι οι συγχωριανοί της. Στο νου μου, η μορφή της ένα έγινε για πάντα με του Αυγούστου το όνομα, αφού το όνομά της το γιόρταζε πάντα με την Παναγιά μαζί. Κι όταν η γιαγιά πέταξε στις αυλές του Παραδείσου, έμειναν πίσω οι εγγονές της και οι δισέγγονές της,πρώτα το όνομα της Παναγιάς κι ύστερα το δικό της γιορτινά να το τιμούν στου Αυγούστου τις 15!
Στη φωτογραφία είναι ο τρούλος και το καμπαναριό της Παναγιάς της Ζάτουνας. Φαντάζει σα να 'χει ξεκόψει από την υπόλοιπη εκκλησιά και τρούλος του ουρανού να θέλει να πάει γίνει.