Στις μέρες μας, λένε πως βασίλεψε το κακό με τη μάνα του την ασχήμια.
‘Όχι, πως δεν το βλέπω, ούτε που κάνω σα να μην υπάρχει.
Μα να…είναι που αρνούμαι με πείσμα να πάψω να κοιτώ την ομορφιά του καλού που έχει πιάσει μια μικρή γωνιά της γης και τ’ουρανού μαζί και ζητιανεύει ένα βλέμμα και παρακαλά για ένα χάδι. Θέλει δύναμη πολλή, να σταθείς εκεί, στη μέση του κόσμου, που η ασχήμια σε τραβολογά απ΄όλες τις μεριές και να κοιτάξεις κατάματα το καλό και την μάνα του την ομορφιά.
Θέλει δύναμη πολλή τα χείλη σου να ψιθυρίσουν τ’όνομά της και υπόσχεση να της δώσουν πως η καρδιά ποτέ δεν θα την προδώσει, ούτε εκείνη ούτε το καλό της.
Εικόνες φωτιάς και ταραχής κυκλώνουν τις ζωές μας, χωρίς σταματημό …
«Έτσι να’ναι ο πόλεμος που ποτέ δεν έζησα», αναρωτιέμαι;
«‘Ετσι είναι...» μου απαντά η καρδιά μου η λυπημένη…
«Πόσα χρόνια Θεέ μου, θα μας αφήνεις στο έλεος του κακού που βγαίνει μες στο σκοτάδι από τον Δούρειο ίππο κι απ΄όπου κι αν περνά αφήνει πίσω του στάχτες κι αποκαΐδια; Πόσα;
Και τα παιδιά; Τι θα απογίνουν τα παιδιά, ρωτώ θλιμμένη.
Θα ζήσουν άραγε ποτέ, αυτά που εμάς, τους γονιούς τους, μας ανάθρεψαν;
Θα ζήσουν άραγε ποτέ τον αέρα τον καθαρό, τα κρυστάλλινα νερά της θάλασσας, τα περιβόλια που έθρεφαν τις οικογένειες, τους αγνούς ανθρώπους με τις γνήσιες και καθαρές κουβέντες;
Θα τρέξουν στα λιβάδια, θα ταΐσουν τα προβατάκια, θα κοιμηθούν κάτω από τα αστέρια χωρίς να φοβηθούν, θα νανουριστούν από του γρύλου το τραγούδι, θα τους πει κάποιος την ιστορία του Γκιώνη; Ποιο καλό και ποια ομορφιά θα αναθρέψει ετούτα, τα δικά μας παιδιά;
«Αχ! Υπάρχει πολλή ασχήμια στον κόσμο μας», στενάζω.
«Μα υπάρχει και ομορφιά και το καλό της», σπεύδει να με παρηγορήσει η καρδιά μου…
Του Προφήτη Ηλία σήμερα και το χωριό της Στεμνίτσας, τιμά τον Άγιο σε στο πέτρινο εκκλησάκι, εκεί ψηλά.
Η λειτουργία τελείωσε, η μικρή αρχαία εκκλησούλα άδειασε κι εκεί που κάνω να βγω προς τα έξω , το βλέμμα μου πέφτει στον ασπρομάλλη γέροντα, που έχει μείνει τελευταίος και προσκυνά ευλαβικά και δεόμενος, στα δεξιά της Ωραίας Πύλης, την Παναγιά, που δεν έχει μάτια γιατί κάποτε τα έσκαψαν βαθειά και με λύσσα οι εχθροί της.
Και κουβαλά στις πλάτες του ετούτος ο γέροντας, πάνω από ενενήντα χρόνους και μαζί με αυτούς και όλους τους μόχθους, τα πάθια και τις λύπες της ζωής.
Τα μάτια του είδαν πολέμους, φωτιές, πόνους, τρόμους και καταστροφές. Αλλά είδαν και χαρές πολλές και ακόμα περισσότερες ομορφιές. Κι έτσι έμαθε μέσα από το κακό την ελπίδα για το καλό και τη ζωή να γνέθει και να υφαίνει.
Και σήμερα, τίποτε, από τους πολλούς του χρόνους, δεν τον πτόησε… Ίσα ίσα … Δύναμη πήρε και σηκώθηκε, έβαλε το κοστούμι του, έπιασε γερά την μαγκούρα του σα να κρατάει από το χέρι την ίδια τη ζωή και ανηφόρισε πρωί πρωί, για τον Προφήτη.
Τον κοιτώ και έτσι όπως σκύβει και προσκυνά, μια αχτίδα του ήλιου που τρυπώνει από το μικρό το παραθύρι, φωτίζει τα λευκά του μαλλάκια. Κι εγώ που θλίψη κουβαλώ για όλο εκείνο το κακό, που όλη τη νύχτα έκαψε πάλι τις ελπίδες των ανθρώπων και ράντισε με στάχτη τα όνειρά τους, τραβώ κλωστές ελπίδας από την ελπίδα του και δύναμη μου δίνει η δύναμή του να γνέσω κι εγώ και να υφάνω λίγη ομορφιά, κάτω από το φως της μιας ηλιαχτίδας, έτσι που να μη λυγίσει την καρδιά μου το κακό κι η ασχήμια του κόσμου τούτου. Κι όταν τη γνέσω και την υφάνω, στα παιδιά θα τη δώσω να τη φορέσουν στην καρδιά τους και με αυτή να αναθραφούν και να ζήσουν.
Χρόνια πολλά!
Ο Προφήτης Ηλίας που δίδαξε και θα ξαναδιδάξει την μετάνοια,
να φωτίζει και να οδηγεί στο καλό την σκέψη και τη ζωή αυτού του κόσμου!
20 Ιουλίου 2022
Στεμνίτσα Αρκαδίας
Εκκλησία Προφήτη Ηλία, 16ος αιώνας