Υπάρχουν στιγμές μέσα στο διάβα του χρόνου, στιγμές μέσα στην Ελληνική ιστορία, που κάνουν το μυαλό του απλού ανθρώπου να σταματήσει και τελείως ακούσια να χαμηλώσει το βλέμμα, αναλογιζόμενος πόσο μικροί είμαστε όλοι, συγκρινόμενοι με ήρωες προγόνους. Η ρήση του ύμνου μας όμως , “…τρανών αγωνιστών παιδιά …”, θυμίζει σε όλους την υποχρέωση που έχουμε σε αυτούς τους ήρωες, να τιμούμε τις ανυπέρβλητες θυσίες τους και τις απαράμιλλες πράξεις τους, στους δύσκολους και χαλεπούς καιρούς που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Τέλη του 18ου αιώνα…Ενας αιμοδιψής τύραννος, πανούργος και με κακούργα ένστικτα έχει κυριαρχήσει στο πασαλίκι της Ηπείρου και νέμεται όλη την ευρύτερη περιοχή. Ο Τουρκαλβανός Αλή-πασας των Ιωαννίνων, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, κάθε πανουργία, κάθε απίστευτης σκληρότητας βασανιστήριο έχει κατορθώσει να επιβάλλει τη θέληση του σε όλη την γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου και όχι μόνο… Χρησιμοποιεί τα πιο απίστευτα βασανιστήρια, που περιγράφονται από πολλούς αυτόπτες της εποχής, ιδιαίτερα ξένους περιηγητές που έγιναν μάρτυρες απίστευτων βασανιστικών θανατώσεων στην επικράτεια του κακούργου. Συνήθη θύματα, όσοι εναντιωνόταν στη θέληση του Αλή να τους αφαιμάξει οικονομικά, ηθικά, περιουσιακά… Οι θανατώσεις δια τεμαχισμού, ανασκολοπισμού, συντριβής των αρθρώσεων με τσεκούρι, ψησίματος σε θράκα η δια της μεθόδου του οβελισμού, ήταν καθημερινά φαινόμενα στην αυλή του Αλή –πασα …Φόβος και τρόμος σκίαζε τα πάντα …Οι μόνοι που δεν έσκυψαν ποτέ κεφάλι όμως, οι μόνοι που είχαν την θέληση και την δύναμη να τσακίζουν τα θέλω του αιματοστάλακτου τυράννου, ήταν οι Σουλιώτες, οι ηρωικοί ορεσίβιοι άνδρες και γυναίκες που ζούσαν σαν αετοί, γαντζωμένοι στις αετοφωλιές και στα κατσάβραχα του ΣΟΥΛΙΟΥ… Οργανωμένοι σε οικογενειακές φατρίες, μαθημένοι από μικροί στην τέλεια χρήση των όπλων, λιτοδίαιτοι, θύμιζαν εξαιρετικά τους αρχαίους Σπαρτιάτες. Αψηφούσαν επιδεικτικά τον τύραννο της Ηπείρου και δεν έχαναν ευκαιρία να ρεζιλεύουν τους Τουρκαλβανούς στρατιώτες του… Οι πόλεμοι του 1791 και του 1792, δεν απέδωσαν απολύτως τίποτα στον Αλή, εκτός από εκατοντάδες σκοτωμένους άνδρες του…
Ο πόλεμος όμως του 1801-1803, είναι εντελώς διαφορετικός… Ο Αλή-πασας, μετά από ασφυκτική πολιορκία και προδοσία, έχει περισφίξει θανατερά το Σούλι… Οι τροφές είναι εξαφανισμένες και το καθαρό νερό ελάχιστο… Η βρεφική θνησιμότητα θερίζει… Οι ενήλικες που κρατούν τα ντουφέκια τρέφονται με τρωκτικά και αγριόχορτα !! Ο κίνδυνος να αφανιστεί η περήφανη ράτσα είναι οφθαλμοφανής σε όλους πια… Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με τον κακούργο, λαμβάνεται η απόφαση να γίνει έξοδος των πολεμιστών και των γυναικόπαιδων σε τρία εκστρατευτικά σώματα και προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι διαβεβαιώσεις του πασά, δεν είναι ικανές να πείσουν τους Σουλιώτες οι οποίοι γνωρίζουν ότι ο λόγος του, ελάχιστη σχέση με την έννοια της μπέσας έχει…
Τα τρία σώματα ενόπλων και αμάχων, ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα την έξοδο τους… Άμεσα ταυτόχρονη ήταν και η καταπάτηση της συμφωνίας περί μη επίθεσης από τον αχρείο Αλή… Χιλιάδες λυσσασμένοι Τουρκαλαβανοί επιτίθενται από όλες τις κατευθύνσεις στις τρεις φάλαγγες που επιχειρούν την έξοδο από το αιματοβαμμένο Σούλι. Το πρώτο, με επιτυχημένη άμυνα, έφτασε στην Πάργα. Το δεύτερο, περικυκλώθηκε στο Ζάλογγο, νοτιοανατολικά του Σουλίου. Για να μη γίνουν σκλάβες, 60 περίπου Σουλιώτισσες έριξαν πρώτα τα παιδιά τους στο γκρεμό και μετά έπεσαν κι αυτές. Υπέρτατη θυσία, η οποία στην σημερινή μας εποχή λοιδορείται και αμφισβητείται από την ανθελληνική πέννα και τον δηλητηριώδη λόγο μιας κατ’ όνομα Ελληνίδας που μιλάει για συνωστισμούς στην παραλία της Σμύρνης…
Τελικά, σώθηκαν γύρω στους 250, που ‘φτασαν στην Πάργα. Το τρίτο τμήμα, αποκλείστηκε στο Μοναστήρι του Σέλτσου, στην όχθη του Αχελώου, στο νομό Άρτας. Τρεις περίπου μήνες άντεξαν και αναγκάστηκαν, τελικά, στις 20 Απρίλη του 1804, να επιχειρήσουν να διαφύγουν. Λίγες γυναίκες και παιδιά (ανάμεσά τους και
ο Μάρκος Μπότσαρης, 13 χρονών τότε) γλίτωσαν.
Πίσω στο Σούλι, είχε μείνει ο καλόγερος Σαμουήλ και πέντε ακόμη Σουλιώτες (γέροι και βαριά τραυματίες), για να παραδώσουν τη μπαρουταποθήκη, που ήταν μέσα στην Εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής. Μετά θα φεύγανε για Πάργα. Όπως αναφέρει ο Περραιβός, κατά το τέλος της παράδοσης, ένας Τουρκαλβανός είπε στον Σαμουήλ: “πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;”. Και ο Σαμουήλ του απάντησε: “Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου…”. Τότε άπλωσε το χέρι με τα λιανοκέρια αναμμένα, έβαλε φωτιά στο χυμένο από τα βαρέλια μπαρούτι και ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα.
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο και στάζ’ απ’τή λαβίδα του επάνω στο βαρέλι μια φλογερή σταλαματιά απ’ του Θεού το γαίμα… Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος λάμπει στα γνέφ’ η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι! Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του το Σούλι το κακότυχο, και τι καπνό λιβάνι!… Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα, σα σύγνεφο κατάμαυρο κ’ εθόλωσε τον ήλιο. Κ’ ενώ τ’ ανέβαζ’ ο καπνός, κ’ ενώ το συνεπαίρνη, το ράσο πάντ’ αρμένιζε κ’ εδιάβαινε σά Χάρος. κ’ εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος, σαν νάταν μυστική φωτιά ερρόγισε το λόγγο. Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, έλιές, μυρτούλες, ελπίδες, νίκες και σφαγές – χαρές κ’ ελευθερία.
πηγή: elamcy.com, 13 Δεκεμβρίου 1803, η θυσία στο Κούγκι
εικόνα: κέρινο ομοίωμα καλόγερου Σαμουήλ , Μουσείο Παύλου Βρέλλη, www.vrellis.gr