Κάθε που ξημέρωνε η Παρασκευή πριν την Κρεατινή, η θεία η Λένη, ήταν όρθια από το χάραμα. Μέχρι το μεσημέρι όλα έπρεπε να τα έχει ετοιμάσει. Και τα πρόσφορα και τα κόλλυβα. Το πρώτο μεγάλο Ψυχοπαράσκευο ήταν αυτό και θα ακολουθούσε και το πρώτο μεγάλο Ψυχοσάββατο. Η Λένη στεκόταν με περίσκεψη επάνω από το στάρι κι αφού το έφτιαχνε γλύκισμα σωστό, γεμάτο από σουσάμι καρβουντισμένο, καρύδι, σταφίδα, ρόδι και αμύγδαλο και κόλλιανδρο, έπιανε να το κεντά μέχρι που τα χέρια της να το μεταμορφώσουν σε έργο τέχνης. Κι ύστερα στην εκκλησιά το πήγαινε, με ένα ολόκληρο βιβλίο από ονόματα κεκοιμημένων.
Μα κι όταν ξημέρωνε το Ψυχοσάββατο, στην εκκλησιά ήταν ξανά, με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας και με καινούριο δισκάκι από κόλλυβα, αφού το προηγούμενο το ΄χε μοιράσει την Παρασκευή το βράδυ.
Πάντα μεταλάβαινε η Λένη εκείνο το πρώτο μεγάλο Ψυχοσάββατο. Κι όταν τέλειωνε η εκκλησιά πήγαινε στο κοιμητήριο με τα ψηλά τα κυπαρρίσια, για να διαβαστεί το στάρι και πάνω από τα μνήματα. ‘Αμα τέλειωναν όλα αυτά και γυρνούσε με το καλό στο σπίτι, έπιανε τις ψυχόπιτες που θα συνόδευαν το κρέας, στο τραπέζι της Κυριακής της Κρεατινής. Μα και όλη την εβδομάδα της Τυρινής που θα ακολουθούσε, όλα τα φαγητά με λευκά τυριά και γάλατα, έπρεπε νάναι φτιαγμένα. Η φαντασία της Λένης οργίαζε με τα τυριά, τα βούτυρα και τα ζυμαρικά κι ό,τι θέλεις έφτιαχνε. Τραχανόπιτες, μακαρονόπιτες και μακαρονάδες από πλαστά λαζάνια που μόνη έπλαθε στη στιγμή, όλα τους πνιγμένα σε βούτυρο παχύ παχύ.
‘Εβραζε και μια καζάνα με μακαρόνια χοντρά, μαζί με ζάχαρη και πρόβειο γάλα που της έφερνε η Μαλάμω από τα πρόβατά της. ‘Οταν αυτά μισοέβραζαν, τα έριχνε σε βουτυρωμένο ταψί, έτριβε από πάνω μπόλικη μυζήθρα και το πέταγε λίγο στο φούρνο που έκαιγε από το πρωί, να πάρει χρώμα, για να το βγάλει σε λίγη ώρα, πίτα γλυκιά κι αφράτη, που τη μέλωνε με μέλι και την πασπάλιζε με μπόλικη κανέλλα. Μακαριά την έλεγε τούτη την πίτα. Μα και την άλλη την αρμυρή που την έφτιαχνε πάλι με χοντρό μακαρόνι, αυγά και πρόβειο γάλα και τυριά πολλά κι αυτή μακαριά την έλεγε. Μακαριά έλεγε κι όλα τα μακαρόνια και τις μακαρούνες που έπλαθε με το χέρι και τα πέταγε σε βραστό νερό για να τα πασπαλίσει, μετά το βράσιμο, με μυζήθρα κι ύστερα να τα κάψει με βούτυρο παχύ και μυρωδάτο. Τόσο πολύ τα έκαιγε που η μυζήθρα που είχε σταθεί από πάνω έπαιρνε χρώμα καφετί.
«Αν δεν κοκκινίσει το βούτυρο από το κάψιμο, δε θα φάτε μακαρούνες! Λάσπη θα φάτε», έλεγε. Και κοκκίνιζε το βούτυρο σε εκείνο το μαυροτήγανο, επάνω στη φλόγα του γκαζιού, τόσο πολύ που κάπνιζε όλο το σπίτι. Κι ύστερα από τα ψησίματα, τα καψίματα και τα πασπαλίσματα, απόθετε όλες τις Μακαριές στη μεγάλη Τράπεζα και μας καλούσε να καθίσουμε όλοι γύρω:
«Ελάτε να μακαρίσουμε τις ψυχούλες μας και να παρηγορηθούμε κι εμείς κι εκείνες» μας καλούσε με τρυφερή φωνή. Καθόμαστε τότε όλοι γύρω από την τράπεζα της Μακαριάς κι αφού πρώτα η θεια Λένη την ευλογούσε αρχοντικά, ύστερα ο καθένας χωριστά είχε το δικό του χαρτάκι όπου είχε γράψει αγαπημένους νεκρούς, που τους αναθυμόταν, μνημονεύοντας τα ονόματά τους. Κι ήταν ετούτη η θύμηση μαζί με το φαγάκι της Μακαριάς, όμοια με της καρδιάς την προσευχή. Μια προσευχή που έμοιαζε να αναπαύει τις ψυχές των αγαπημένων μας, μα και τις δικές μας τις πονεμένες και καταπονημένες.
Αναστέναζε τότε η θεια Λένη, για τη μάνα που δε γνώρισε, για τον πατέρα της που έφυγε και δεν ήταν εκεί να του κλείσει τα μάτια, για τη Μαριώ, τη φιλενάδα της που άφησε τον άντρα της και τα δυο της τα κορίτσια, μα κι εκείνη την ίδια που μοιραζόντουσαν μαζί όλα τους τα μυστικά, και δραπέτευσε στον ουρανό. Μόνο αυτό, το μυστικό του μεγάλου ταξιδιού δε μοιραστήκανε. Τόσο πολύ που ξαφνιάστηκε η Λένη εκείνη τη νυχτιά τη φεγγαρόπληκτη που έτρεξε το μεγάλο το κορίτσι της Μαριώς και βρόνταγε την πόρτα του σπιτικού της.
-Σήκω θεια! Η μάνα μας! Σήκω!
-Η μάνα σας τι παιδάκι μου;
-Η μάνα μας πέθανε θεια, ουρλιάζει το κορίτσι και χώνεται στην αγκαλιά της Λένης που νιώθει το αίμα της να έχει παγώσει και να μην κυλά σε καμιά της φλέβα.
Για όλους αναστενάζει η θεια Λένη κι όλους έχει να τους αναθυμάται. Τον άντρα της που έπεσε και σκοτώθηκε κι ακόμα δεν είχε κλείσει ούτε τα πενήντα, αφήνοντάς την να αναθρέψει μονάχη τα τρία τους κορίτσια, τον μπαρμπα Σπύρο, την κυρα Βούλα, τον παππού τον Αντρέα, τον γείτονα τον τάδε, τον συγγενή τον κοντινό και τον άλλο τον μακρινό που πέθανε στην ξένα μόνος κι έρημος και τώρα ποιος να του κάνει λειτουργειές και κόλυβα; 'Ετσι την ακούγαμε να λέει πάντα με πόνο αληθινό στη φωνή και στην ψυχή. Μα πιο πολύ έχει να θυμάται και να αναστενάζει, για τα ξένα χέρια που τη μεγάλωσαν. Της μητριάς της τα χέρια. Σκληρά και άγρια σαν και την ψυχή της σαν και τα χρόνια που πέρασε μέσα σε κείνο το σπίτι, που έλεγε πως ήταν το πατρικό της. Τα πάντα η Λένη τα φρόντιζε. Τα ζώα, τις αυλές, τους κήπους, τα επτά παιδιά που έκανε η μητριά της με τον πατέρα της. Κι όταν η Λένη πάτησε τα δεκαπέντε κι είχε αρχίσει να ομορφαίνει με μια ομορφιά αγγελική, η μητριά της η Ευσταθία, τότε ήταν που έσκαγε από το κακό της. Τρέμανε τα χείλη της μελανιασμένα, μούγκριζε η καρδιά της σαν τη λάμια και ένας όφις τρομερός σφύριζε μες το μυαλό της και της το βύθιζε κάτω από τα Τάρταρα. Άμα έμαθε πως ζητάνε νύφη τη Λένη από το διπλανό χωριό, παραφύλαξε τη μέρα που θα έφευγε ο άντρας της από το σπίτι κι έπιασε το κορίτσι, του’δεσε τα χέρια από μια συκιά καταραμένη που είχαν στην αυλή και άρχισε να το κοπανά στη μέση, με τον κόπανο που πλένανε τα ρούχα.
-Γιατί μάνα μου; Τι σου’κανα, φώναζε το κακόμοιρο το κορίτσι, μέσα από πόνους και κλάματα.
Κι εκείνη του ΄λεγε με τη φωνή της τη λυσσασμένη:
-Μου θες και παντρειές ελόγου σου; Θα σε σακατέψω και ποτέ σου δεν θα πιάσεις παιδί! Τα δικά μου παιδιά θα μεγαλώσεις! Τ’ακούς; Και κοίτα μην πεις τίποτα στον πατέρα σου γιατί και ψεύτρα θα σε βγάλω και θα σε σαπίζω όλη τη μέρα.
Γι αυτήν αναστέναζε πιο πολύ απ’όλες τις ψυχές η θεία η Λένη, που...και παντρεύτηκε κι έκανε και τρία κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά. Κι όταν πια, η μητριά της η Ευσταθία μεγάλωσε πολύ κι έπεσε στο κρεβάτι, χωρίς να θυμάται το χτες, μα μόνο το τώρα να νιώθει, έβλεπε τη Λένη, που ήταν μοναδική που έτρεξε να τη φροντίσει, και της χαμογελούσε με ένα χαμόγελο αγαθό, όμοιο με του παιδιού. Κι όλο "κορούλα μου" την έλεγε.
«‘Αραγε ο Θεός μέσα από τούτη τη λησμονιά που χτυπάει τους ανθρώπους, θες να στέλνει μαζί και τη μετάνοια τους», αναρωτιόταν η Λένη κάθε φορά που άκουγε την Ευσταθία να τη φωνάζει «κορούλα της». Γιατί και οι τρεις της γιοι της Ευσταθίας μα και οι τέσσερις οι κόρες της, παιδιά που τα μεγάλωσε όλα η Λένη, μήτε που θέλανε να ξέρουνε τη μάνα τους. Η Λένη άκουσε την τελευταία κουβέντα της Ευσταθίας, που ήτανε η «συγνώμη», κι ας είχε το μυαλό της, την αρρώστια της λησμονιάς. Η Λένη της έκλεισε τα μάτια, η Λένη την κήδεψε κι η Λένη μέχρι και σήμερα φροντίζει για την ψυχή της μητριάς της, με κόλλυβα, πρόσφορα, Μακαριές και λειτουργιές και πολλές πολλές ελεημοσύνες. Κι απ΄όλες τις ψυχούλες πιο πολύ για κείνη την ψυχούλα της Ευσταθίας νοιάζεται η Λένη κι όλο τη μελετά στις Μακαριές που φτιάχνει από το Ψυχοσάββατο της Κρεατινής, μέχρι και της Τυρινής. Μα κι όλα τα Σάββατα τη μελετά που τρέχει στην εκκλησιά να ανάψει ένα κεράκι για τους κεκοιμημένους, και κάθε βράδυ ένα κομποσχοινάκι μόνο και μόνο για εκείνη κάνει. Και τα δυο πρώτα ψυχοσάββατα, που ο κόσμος ακόμα γιορτάζει και ευφραίνεται πριν μπει το πένθος της Σαρακοστής, όταν στην εκκλησιά ακούγεται το ευαγγέλιο της Μεγάλης Κρίσης του Θεού, την ακούς να λέει με ένα γλυκό χαμόγελο, βγαλμένο μέσα από μια ανοιξιάτικη μελαγχολία:
« Άραγες που να πήγε ετούτο το ψυχούδι; Στα δεξιά ή στ’αριστερά Του; Στα άγια των αγίων να την αναπαύει ο Κύριος τη γιαγιά σας τη Σταθούλα, κι όλες τις ψυχούλες, λέει τότε βουρκωμένη, ελπίζοντας δυνατά πως ο Κύριος έκαμε έλεος και πήρε στα δεξιά Του κι εκείνη κι όσους ήθελαν πολύ να σωθούν και πάλευαν μέχρι το τέλος τους, με εκείνο το κακό και αδύναμο «εγώ».
Πρώτο Ψυχοπαράσκευο απόψε κι αύριο πρώτο Ψυχοσάββατο. Και να…καθώς σκέφτομαι τη θεια Λένη, της συγνώμης και της συγχώρησης, συλλογίζομαι πως στα μάτια τα δικά μου, ετούτη η θεία, πάντα θα φαντάζει κυρά και αρχόντισσα.
Γιατί η αρχοντιά ήταν και θα είναι είναι μια σύνθεση ευπρέπειας, μεγαλοψυχίας, καλοσύνης και συγχωρητικότητας. Ένα σύμπλεγμα αρετών που πάντα θα διακρίνει μια εκλεκτή κατηγορία ανθρώπων, αρεστών στον Θεό και στους Αγίους. Και η θεία η Λένη, είναι αυτός ο άνθρωπος, που έχει ψυχή,αγνή, αρχοντική και μεγαλοπρεπή, που κουβάλησε τον πόνο της ζωής της με μεγαλοψυχία και συγχώρεση θεϊκή .
(…αληθινή ιστορία…)
ΤΒΜ
φωτoγραφία εξωφύλλου, ΤΒΜ
φωτογραφία, λουλούδι, κερί: ΤΒΜ
φωτό, Λαζάνια, μακαρονόπιτα: unsplash