Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο από τον ιερέα Αδαμάντιο Εμμανουήλ και την Αγγελική Μωραϊτίδη και είχε εφτά αδέλφια από τα οποία τα δύο πρώτα πήρε ο Κύριος πολύ νωρίς κοντά Του. Ο σχηματισθείς στην κολυμβήθρα από το λάδι σταυρός, δεν σήμαινε ίσως μόνο ότι θα γινόταν μεγάλος, όπως είπαν, αλλά ότι όλος ο βίος του θα ήταν σταυροφόρος. Πραγματικά ο βίος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ασκητικός, με αθέλητη ή ηθελημένη πενία, πολλούς πειρασμούς, στεναχώριες, θλίψεις, δοκιμασίες, ασθένειες, πάθη, λάθη, καημούς και βάσανα. Η υγεία του συχνά κινδυνεύει και οι δυσκολίες θα τον συνοδεύουν σε όλον του τον βίο. Ακόμα και για τις βασικές σπουδές καταπονείται μεταφερόμενος στην Σκόπελο, στη Χαλκίδα, στον Πειραιά, στην Αθήνα. Στην Αθήνα δεν θα τελειώσει ποτέ την Φιλοσοφική σχολή. Στρατεύεται, απολύεται, ασθενεί, πτωχεύει, γράφει, μεταφράζει, διδάσκει αδύνατους μαθητές, αλληλογραφεί, υπομένει και ελπίζει, ελπίζει στον Θεό. Στην ερημιά των Αθηνών νοσταλγεί την ωραία Σκιάθο. Αφήνει έτσι την μυθιστοριογραφία,την ιστορία, τη Δύση, τα μεγάλα και σπουδαία και ασχολείται επισταμένα με την διηγηματογραφία, ρεαλιστικά και ανθρώπινα με την πονεμένη ρωμιοσύνη, τον νησιωτικό ελληνικό βίο, την εκκλησία, την ορθοδοξία. Ασχολείται και με την ψαλτική, αγρυπνεί, ψέλνει, προσεύχεται, κατανύσεται,παραδίδει τον πόνο του στον Εσταυρωμένο. Νηστεύει, εγκρατεύεται, αδολεσχεί,επιλέγει την μόνωσή την αδοξία,τη σεμνότητα, που προσφέρει, όχι δίχως κόστος, ένα σπάνιο υψηλό ήθος καθώς φαίνεται στις γραφές και στις αντικειμενικές περιγραφές γι’αυτόν, κάποιων συγχρόνων του. Ψάλλοντας, ασθενικός, αφού μετάλαβε, αναχώρησε από το μάταιο και οδυνηρό παρόντα κόσμο στις 2 Ιανουαρίου 1911.
Ο πόνος του Παπαδιαμάντη, τον έκανε συμπονετικό.Οι αθεϊστές, οι μηδενιστές, οι αυτοκτόνοι, οι βλάσφημοι, οι πολύ πονεμένοι, οι φιλόδοξοι , οι τοκογλύφοι, οι ιερόσυλοι, οι λαίμαργοι, οι μέθυσοι, οι αμαρτωλοί, οι βασανισμένοι, οι υποκριτές, οι άδικοι, οι κλέφτες, οι ναυαγοί, οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι, όλοι αυτοί που πλημμυρίζουν τις σελίδες του, μας είναι λίαν συμπαθείς. Συνσντάμε την δική μας αποτυχία, την αμαρτωλότητά μας, την οδύνη μας. Ο πόνος του Παπαδιαμάντη δεν είναι αδιέξοδος, δεν τον απογοητεύει, δεν τον σκληραίνει, δεν τον απομονώνει. Τον δέχεται, τον αποδέχεται, τον εκμεταλλεύεται τον κάνει μοχλό της σωτηρίας του γιατί είναι πιστός ορθόδοξος χριστιανός.
Ο άθεος πόνος είναι ακατανόητος, ανεπιθύμητος, εχθρός φοβερός, ιδιαίτερα σήμερα που η ευζωία το άμοχθο, το άκοπο και το άπονο χαρακτηρίζουν την πρόοδο της ζωής. Η ορθόδοξη παράδοση διδάσκει την κατάφαση του πόνου, όχι ως μοιρολατρική αποδοχή, ως νοσηρό μαζοχισμό, ως παθητική στάση απέναντι σε έναν εκδικητή και τιμωρό Θεό, αλλά ως παιδαγωγό, ως σωφρονισμό, ως διακριτική επέμβαση του Θεού στη ζωή απ´όπου απουσιάζει το γνήσιο, ασκητικό, μαρτυρικό ταπεινό φρόνημα. Διδάσκει την κατάφαση του πόνου ως αφορμή και ευκαιρία μεγαλύτερης δόξας όπως στη ζωή των περισσότερων εξορισμένων, συκοφαντημένων, κυνηγημένων, Φυλακισθέντων ασθενών, πασχόντων, δυστυχούντων και τυραννισμένων Αγίων.
Ο ανθρώπινος πόνος στο Παπαδιαμαντικό έργο γίνεται κατανοητός και αποδεκτός. Πονάει ο ίδιος πολύ και συμπονά. Αγαπά τους ήρωές του, τους ζει. Αν περιοριστούμε στα καταπληκτικά διηγήματα του παρατηρούμε τις σελίδες τους να στάζουν πολλά θερμά δάκρυα.
«Η τελευταία Βαπτιστική», η θεία Σοφούλα μένει διά βίου απαρηγόρητη με τον ξαφνικό πνιγμό της τεσσαρακοστής αναδεκτής της, στο πηγάδι του κήπου, τη μεγάλη Πέμπτη. Στη «Σταχτομαζώχτρα» η γριά ηρωίδα χήρα, φτωχή, με πνιγμένα τα δυο παιδιά της και ξενιτεμένο το ένα, μεγαλώνοντας τα ορφανά εγγόνια της πρόωρα νεκρής κόρης της, έψαχνε να βρει διάφορους τρόπους για να εξοικονομήσει τα προς το ζην αναγκαία. Έτσι ως και τα πεσμένα στάχυα από τα χωράφια μάζευε τα καλοκαίρια η θεια Αχτιτσα. Στην «Χτυπημένη», πάλι μια μικρή τραγωδία, με ασθενή την νεαρή μητέρα με δύο μικρά παιδιά που τα άφησε ορφανά, πτωχεύσαντα σύζυγο και μια κακή γειτόνισσα, όλα μαζί συνθέτουν επαρχιακό δράμα. Στην «Φαρμακολύτρια» ο ανεπιτήδευτος ειλικρινής και δημόσια εξομολογούμενος διηγηματογράφος ανοίγει την καρδιά του αντροπιαστα και καταθέτει το βαθύ ψυχικό του πόνο. Η Αγία Αναστασία η φαρμακολύτρια του φαίνεται να του λέγει:
«Ύπαγε,ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου…»
Και τελειώνει λίγο πιο κάτω γράφοντας:
«Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχε εισακούσει την δέησίν μου…»Δεν πρόκειται για ανόητο αυτό τιμωρούμενο.
Ως καλός χριστιανός θεωρεί τον πόνο ιατρό, παιδαγωγό και δάσκαλο.
Ο αθεράπευτος από τον Κύριο Απόστολος Παύλος ενδυναμώνεται στην ασθένεια του και οι σοφοί γέροντες του διδακτικού γεροντικού θεωρούσαν την έλλειψη πειρασμού,απουσία Θεού.
Στο «Μοιρολόγι της φώκιας» πάλι πόνος πολύς από θανατικά. Η γριά Λούκαινα χαροκαμένη πτωχή γραία ενθυμείται τα πέντε παιδιά της τα οποία είχε θάψει στο αλώνι εκείνο του Χάρου ή στον κήπο εκείνον της φθοράς, τώρα το ένα μετά το άλλο προ χρονών πολλών όταν ήταν νέα ακόμη δύο κρασιά και τρία αγόρια όλα μικρά στην ηλικία της είχε θερίσει ο Χάρος. Τελευταία της πήρε και τον άντρα της και της είχαν μείνει μόνο δύο γιοι ξενιτεμένοι. Είχε και μία κόρη με έξι εγγόνια ένα από τα οποία πνίγεται στα βαθιά νερά της Σκιάθου. Το δακρύβρεχτο διήγημα καταλήγει "σαν να μην είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και καημοί του κόσμου".
Στον "γάμο του Καραχμέτη", συμβαίνει το ακατανόητο για σήμερα. Ο Καραχμέτης μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου χωρίζει τη σύζυγό του Σεραϊνώ ως άτεκνη και παντρεύεται τη γειτόνισσα Λελούδα,με την οποία αποκτά οκτώ παιδιά. Η Σεραϊνώ υπομονετική, ταπεινή, άκακη και φιλόστοργη αναθρέφει και μεγαλώνει τα παιδιά του πρώην συζύγου της δίχως κανέςνα παράπονο. Πώς λοιπόν να μην ευωδιάσουν τα κόκαλά της κατά την ανακομιδή της κατά τον εξαίσιο Παπαδιαμάντη.
(…) Ο Παπαδιαμάντης προτείνει λύσεις για την έξοδο από την κρίση με τη βίωση της γνήσιας Εκκλησιαστικής παράδοσης, την υγιή πρόσληψη του ασκητικού φρονήματός της, τον τρυφερό ασπασμό του συμβόλου της, που είναι ο σταυρός, την δια οδύνης όντως ηδονή, κατά τον άγιο Μάξιμο, την ένδοξο αδοξία κατά τον ‘Αγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, την ελευθερώτρια ακτημοσύνη, τη μακαρία απλότητα και λιτότητα.(…)
Ο Παπαδιαμάντης κατέχει πλούσις τη λαϊκή ευσέβεια, δίχως κανένα ευσεβιστικό στοιχείο. Είναι πνευματικός απόγονος των Αγιορειτών Κολλυβάδων, φιλάνθρωπος με τους πονεμένους αμαρτωλούς ήρωές του, τους θωπεύει με το θείο έλεος και την ουράνια παραμυθία και όχι την αδυσώπητη τιμωρία, αγωνιά για τη σωτηρία, προβάλλει τη μετάνοια, αποδέχεται την άκτιστη χάρη ως πιστό τέκνο της μυστικής παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η επετειακή του μνήμη του μας παροτρύνει για υπομονετική άρση του σταυρού προς λύτρωση και σωτηρία.
Γέροντας Μωϋσής Αγιορείτης
"Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΝΟΣ"