"....Πολλές Πρωτοχρονιές πέρασαν από τότε που ο Δημητρός πήρε την Λωξάντρα,όμως ετούτη την Πρωτοχρονιά σηκώθηκε ο Δημητρός από όλους τους χρόνους πιο νωρίς να ρίξει το ρόδι στην αυλή και να σκορπίσει το μπερεκέτι μέσα στο σπιτικό του.
Με τις παντόφλες και το μακρύ το άσπρο του το νυχτικό, κουκουλωμένος στη μηλόγουνά του και φορώντας στο κεφάλι του τον άσπρο σκούφο (με φούντα στην άκρη που του είχε πλέξει η Λωξάντρα, έφτανε πίσω ως τη μέση) στάθηκε στο πλατύσκαλο, ντρίτος σαν το παλικαράκι, ροδοκόκκινος σαν χιονισμένη αυγή, και τίναξε με δύναμη το ρόδι.
-Ευτυχισμενο το 1874 !
-Ευτυχισμένο το Νέον Έτος, είπε με μεγάλη επισημότητα η Λωξάντρα που στεκότανε δίπλα του, τυλιγμένη στη μακριά της πελερίνα.
'Εσκυψε η Λωξάντρα να φιλήσει το χέρι του, μα ο Δημητρός την αγκάλιασε και τη φίλησε στα μαλλιά.
-Να μου ζήσεις κοκόνα μου, βασίλισσά μου. Φτου, να μη σε βασκάνω. Ούτε μιαν άσπρη τρίχα δεν έχεις στο κεφάλι σου.
Κοκκίνησε η Λωξάντρα και έχωσε το πρόσωπό της μέσα στου Δημητρού τη μηλόγουνα.
Όταν ξεκίνησε ο Δημητρός με τα παιδιά να πάνε στην εκκλησία η Λωξάντρα κατέβηκε ως την εξώπορτα και τους τρεις. Τους σταύρωσε κι ύστερα στάθηκε να τους καμαρώσει. Είχε χιονίσει αποβραδίς και ο κρύος αέρας τής πάγωνε τ'αυτιά, όμως τα σύννεφα είχανε σκορπιστεί και ο ουρανός ήταν γαλανός. 'Αρχιζε να βγαίνει ο ήλιος. Ο χιονισμένος πλάτανος που είχανε στον κήπο τους έμοιαζε σαν νταντελένιος. Και όλα ήτανε διάφανα.
-Χαρά Θεού, μουρμούρισε η Λωξάντρα κοιτάζοντας το χιόνι. Και σε λίγο ξαναείπε ''Χαρά Θεού κοιτάζοντας τον Δημητρό και τα δυο τα παιδιά που φεύγανε-τον Αλεκάκη της και την Κλειώ της, τα τζιέρια της.{...}
Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και ανασήκωσε τις φούστες της για να κατέβει κάτω στην κουζίνα. {...}
Η μεγάλη, πράσινη, πήλινη σόμπα φλοκάριζε με δύναμη σαν μπήκαν στην τραπεζαρία.
Μοσχοβολούσε η κάμαρα πεύκο και πρινάρι.Το τραπέζι ηταν στρωμένο φαρδύ-πλατύ σ' όλο το μήκος της κάμαρας και το κάτασπρο λινό τραπεζομάντιλο δε φαίνουνταν απ' τους πολλούς μεζέδες.
Το καρυδένιο μπουφεδάκι, που σαν λεπτοκόκαλη γυναίκα δεν εδειχνε τον όγκο του, ήταν φορτωμένο με τ' αγιοβασιλιάτικα τα φρούτα: μήλα, αχλάδια, ρόδια, πορτοκάλια, καρύδια, φουντούκια, μύγδαλα, καστανα, φιστίκια, σταφίδες, σύκα, χαρούπια και γλυκοσούτζουκο από χυμό σταφυλιών.Σωστό κέρας της Αμάλθειας.
-Ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου ....
Με κατάνυξη κάθισαν όλοι γύρω στο τραπέζι και άρχισαν να δένουν στο λαιμό τους τις πετσέτες τους.Το φαγητό αρχισε αργά, ιεροτελεστικά και βαθυστόχαστα, με τις στερεότυπες ευχές και τα "γεια στα χέρια σου, Λωξάντρα μου".
{...} Στο τραπέζι είχε μπει το καινούριο σερβίτσιο που έφερε ο Θεόδωρος από την Αγγλία, χοντρή πορσελάνη και απάνω ζωγραφισμένα δάση, λιβάδια, σπιτάκια εξοχικά, βουνοπλαγιές και πύργοι παραμυθένιοι.
Κόπηκε η γαλοπούλα και μοιράστηκε. Ο καθένας συγκεντρώθηκε στο πιάτο του. Ο Ταρνανάς ξετάπωσε ένα μπουκάλι γαλλικό κρασί και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια.{...}
Τρεις ώρες καθόνταν στο τραπέζι. Και βέβαια τρεις ώρες, ποιο ήταν το βιαστκό τους; 'Ολοι εκεί θα μνήσκαν. Δόξα τω Θεώ στρώματα δεν είχε το σπίτι; Και εξακολούθησε το φαγοπότι μέχρι τέλους. , πήρε η Λωξάντρα μία βούκα ψωμί, το έκοψε με το χέρι της στα τρία και τίναξε τα κομμάτια πάνω από το τραπέζι.
-Αβράμ, Ισάκ και Ιακώβ, είπε, καλά τρία. Και ύστερα ήρθε ένας-ένας να φιλήσει το χέρι της.
''ΛΩΞΑΝΤΡΑ''
Μαρία Ιορδανίδου , Εστία - Νέες Εκδόσεις Κλασσικών