Πλάστηκε από την πλευρά του Αδάμ, αυτήν που ήταν πιο κοντά στην καρδιά του κι έγινε λεπτή κι ευαίσθητη σαν ένα λουλούδι ευωδιαστό. Κι αγάπησε τους κήπους και τις αυλές για να έχει εκεί τα δικά της λουλούδια. Να τα ποτίζει, να τα φροντίζει, να μοιράζεται μαζί τους σκοτούρες και γέλια, στήριγμα να τους γίνεται στον άνεμο που τα φυσά, να σκύβει κι απαλά τις πληγές τους να φιλά και να τα αγαπά.
Κι όλη τη μέρα, τη φροντίδα παίρνει από πίσω και με αγάπη πολλή τη χαρίζει. Πολλά τα στόματα που έχει να θρέψει, πολλές οι αγκαλιές που έχει να μοιράσει, πολλά τα χέρια που την αγκαλιάζουν χαμηλά και από τα φουστάνια της κρέμονται.
Πρώτη έτρεξε στο χωράφι και πρώτη έστριψε το αδράχτι και κάθισε στον αργαλειό. ‘Εκαμε τότε σχέδια με πουλιά και με λουλούδια σε όλα τα χρώματα που έβαζε ο νους. Στης νύχτας τη σιγαλιά, τις προίκες κεντούσε του κοριτσιού και τού’λεγε νανουρίσματα για τους ήλιους και τα φεγγάρια της αγάπης. Κι όσο νανούριζε κι όσο κένταγε, ο νους της στριφογύριζε στην τράπεζα την αυριανή. 'Οταν αυτά τα τέλειωνε πήγαινε κάτω από το εικόνισμα με το καντήλι που έκαιγε ολημερίς κι ολονυχτίς. Κι άρχιζε τότε μια προσευχή στην Παναγιά…
«Μάνα μου, της έλεγε, γλυκειά μου μάνα, δική μου μάνα, σκέπη μου και προστασία μου, σε εσένα ελπίζω να με κρατάς ορθή, όταν τα γόνατα λυγίζουν.»
Λίγο μετά, ξάπλωνε και τα μάτια σφαλούσε κάπως, μέχρι που ο πετεινός λαλούσε, πως το χάραμα δεν θα αργούσε. Την έβλεπες τότε ορθή και πάλι να σταυροκοπιέται, τη μαντήλα της καλά να δένει στο κεφάλι και το ζύμωμα στη σκάφη, μπροστά να βάζει. Ψωμί έφτιαχνε και το στόλιζε κι αυτό με σχέδια και στολίδια και λίγο σουσάμι και κεχρί, για περισσή νοστιμιά. Κι ύστερα στο χωράφι πάλι και πάλι, με νερό και φαγητό, να φάνε όλοι και να δροσιστούν.
Πάντοτε πρώτη με τη μαντήλα στο κεφάλι την έβρισκε το πρώτο φως της μέρας και πάντα τελευταία τη συναντούσε η σιωπή της νύχτας, εκεί κάτω από το φως των αστεριών τα μακριά μαλλιά της να χτενίζει. Αμίλητη, σιγανή, αθόρυβη, σχεδόν αόρατη.
Πάντοτε πρώτη στις γέννες, στους γάμους και στα αρρεβωνιάσματα, πρώτη στις παρηγοριές, στα μοιρολόγια και στους θρήνους.
Πάντοτε μπροστάρισσα στον χορό της ζωής, μπροστάρισσα και στου κόσμου τη σωτηρία. Κι ο νους της διαρκώς να νοιάζεται και να προοικονομεί.
Πάντοτε εκεί…ορθή και δυνατή, να στηρίζει με κόπο και μόχθο τη δύσκολη πορεία της, από τη γέννα της μέχρι τον θάνατό της. Και μαζί…να στηρίζει κι εκείνη τη δύσκολη και τη δυσνόητη πορεία, του γένους του αρσενικού.
Αυτή είναι η γυναίκα που έπλασε ο Θεός και τόσο σημαντική την έχρισε, για την εξέλιξη του ανθρωπίνου γένους.
Κι εκείνη πήρε το χρίσμα ετούτο και το’κανε γη και πλάση, καρδιά κι αγκαλιά, ελπίδα και συγχώρεση, ευγένεια και ειλικρίνεια, τέχνη και δημιουργία, αγάπη και περηφάνεια. 'Ολα γένους θηλυκού. Το μίσος δεν της ταίριαξε ποτέ γιατί ήταν γένους ουδετέρου κι ο θυμός, που ήταν αρσενικός, όποτε την άγγιξε αδίκησε την ομορφιά της.
Ξέρει καλά ποια είναι, ξέρει καλά να ζει σε θάλασσα και σε στεριά και πιο πολύ απ’όλα ξέρει και γνωρίζει πως η ζωή της, δεν είναι η τύχη της μα η επιλογή της.
Δεν μου άρεσαν ποτέ οι παγκόσμιες ημέρες, οι παγκόσμιες γιορτές και θεωρίες. Κάπως με πνίγουν, γιατί μοιάζουν με τη μπούργκα που ράφτηκε για να γίνει φίμωτρο της γης. Κι από την άλλη, μήτε οι πόνοι, μήτε τα βάσανα έχουνε σταματημό, μήτε τα πάθια μήτε οι καημοί της έχουν τελειωμό.
Και η γυναίκα ποτέ της δεν τις είχε ανάγκη ετούτες τις μέρες, γιατί εκείνη γιορτάζει κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Γιορτάζει όταν γελά, όταν κλαίει, όταν τραγουδά κι όταν θρηνεί, όταν γίνεται μάνα, αδερφή, σύντροφος και φίλη. Γιορτάζει και ζει. Ζει και γιορτάζει
Δύο ακόμα αράδες, ειπωμένες για την γυναίκα, από τον ‘Αγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπεδινό, που κλείνουν μέσα τους όλο το μεγαλείο της ύπαρξής της:
«Η γυναίκα πηγάζει την αγάπη μέσω της μητρότητάς της και δίκαια απαιτεί να αγαπάται, αφού και η ίδια κατά φύση και θέση μόνο αγαπά».
Αυτή τη γυναίκα γνώρισα από τότε που γεννήθηκα και μέσα μου την κουβάλησα με περηφάνεια. Κι αυτή τη γυναίκα θα ευχηθώ στην κόρη μου και σε όλες τις κόρες του κόσμου, μέσα τους να κουβαλήσουν και να αναθρέψουν.